φονόβαπτος

φονόβαπτος
-ον, Μ
αυτός που βάφηκε με αίμα από φόνο («φονόβαπτα τὰ ξίφη», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό-βαπτος, πορφυρό-βαπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”